ρυπώ — (I) (ῥυπῶ) άω, ΜΑ, και επικ. τ. ῥυπόω Α [ῥύπος] μσν. (το αρσ. τής μτχ. στον πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ ῥυπῶντες μοναχοί τού 19ου αιώνα οι οποίοι ουδέποτε πλένονταν, επειδή θεωρούσαν ως αμαρτία κάθε περιποίηση τού σώματος αρχ. (αμτβ.) 1.… … Dictionary of Greek
ῥύπῳ — ῥύπον whey neut dat sg ῥύπος dirt masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύπωι — ῥύπῳ , ῥύπον whey neut dat sg ῥύπῳ , ῥύπος dirt masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρύπωσις — ώσεως, ἡ, Μ [ῥυπῶ (ΙΙ)] το αποτέλεσμα τού ρυπώ, το λέρωμα, το κηλίδωμα … Dictionary of Greek
αρρύπωτος — ἀρρύπωτος, ον (AM) [ρυπώ ( όω) < ρύπος] ο αρρύπαρος … Dictionary of Greek
καταρρυπώ — καταρρυπῶ, όω (AM Μ και καταρρυπώνω) καταρρυπαίνω*. μσν. 1. καταισχύνομαι 2. κηλιδώνω αρχ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατερρυπωμένος, η, ον εγκαταλελειμμένος, έρημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥυπῶ (< ῥύπος)] … Dictionary of Greek
παραρρυπώ — όω, Α βάζω στο περιθώριο βιβλίου σημάδι με βουλλοκέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ῥυπῶ (< ῥύπος), πρβλ. κατα ρρυπώ] … Dictionary of Greek
πλαδαρός — ή, ό / πλαδαρός, ά, όν, ΝΜΑ (ιδίως για τα σαρκώδη μέλη τού σώματος) χαλαρός, μαλακός, άτονος (α. «πλαδαροί μαστοί» β. «πλαδαραὶ σάρκες», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. (κυρίως για ύφος λόγου) ο στερούμενος εσωτερικής συνοχής και λογικής αλληλουχίας 2.… … Dictionary of Greek
προρρυπούμαι — όομαι, Α κηλιδώνομαι, λερώνομαι από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ῥυπῶ, οῦμαι (< ῥύπος)] … Dictionary of Greek
ρυπήμων — ον, Μ ρυπαρός, ακάθαρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥυπη , πρβλ. ῥυπή σω, μέλλ. τού ῥυπῶ (ΙΙ) + κατάλ. μων (πρβλ. ελεή μων, ειδή μων)] … Dictionary of Greek